τραγῳδός — member of the tragic chorus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωδός — ο, η / τραγῳδός, ὁ, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. τραγαFυδός Α 1. ποιητής τραγωδιών 2. ερμηνευτής, ηθοποιός τραγωδίας αρχ. 1. ποιητής τραγωδιών και αοιδός ταυτόχρονα 2. τραγικός ποιητής ο οποίος έπαιρνε μέρος ως υποκριτής στις παραστάσεις τών τραγωδιών του… … Dictionary of Greek
τραγωιδούς — τραγῳδός member of the tragic chorus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωιδόν — τραγῳδός member of the tragic chorus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωιδός — τραγῳδός member of the tragic chorus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδοί — τραγῳδός member of the tragic chorus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδούς — τραγῳδός member of the tragic chorus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδέ — τραγῳδός member of the tragic chorus masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδῷ — τραγῳδός member of the tragic chorus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδόν — τραγῳδός member of the tragic chorus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)